κατωδρομώ

κατωδρομώ
1. τρέχω προς τα κάτω
2. βαίνω προς το χειρότερο («κατωδρόμησαν οι δουλειές του»)
3. (για ασθενή) έχω επιδείνωση τής νόσου μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αλλαξο-δρομώ, σταδιο-δρομώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”